παμμελής

παμμελής
παμμελής, -ές (Α)
1. μελωδικότατος («ἐν αἴνοις καὶ παμμελέσιν ὕμνοις εὐχαριστοῡντες τῷ θεῷ», ΠΔ)
2. αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, ακέραιος («παμμελῆ ἱερεῑα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -μελής (< μέλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παμμελῆ — παμμελής in all kinds of melodies neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παμμελής in all kinds of melodies masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παμμελής in all kinds of melodies masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμμελέσιν — παμμελής in all kinds of melodies masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • παμμελεί — (Α) επίρρ. με κάθε μελωδία, μελωδικότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παμμελής + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. μηδαμ εί)] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”