- παμμελής
- παμμελής, -ές (Α)1. μελωδικότατος («ἐν αἴνοις καὶ παμμελέσιν ὕμνοις εὐχαριστοῡντες τῷ θεῷ», ΠΔ)2. αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, ακέραιος («παμμελῆ ἱερεῑα», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -μελής (< μέλος)].
Dictionary of Greek. 2013.